- ἡμεροειδής
- ἡμερο-ειδής, ές,A of the form of day,
φάντασμα Epicur.Fr. 294
(p.353 U.); τὸ τῆς φιλοσοφίας ἡ. Iamb.Protr.21.κθ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φάντασμα Epicur.Fr. 294
(p.353 U.); τὸ τῆς φιλοσοφίας ἡ. Iamb.Protr.21.κθ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημεροειδής — ἡμεροειδής, ές (Α) αυτός που φαίνεται αληθινός, πραγματικός σαν να συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής ημέρας («φάντασμα ημεροειδές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + ειδής (< εί δος), πρβλ. ξυλο ειδής σωληνο ειδής] … Dictionary of Greek
ἡμεροειδές — ἡμεροειδής of the form of day masc/fem voc sg ἡμεροειδής of the form of day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek